γορός

γορός
γορός· κυρτός, Hsch., Cyr., Zonar. (Perh.
A f.l. for γυρός.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρυσήγορος — ον, Α χρυσόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. ψευδ ήγορος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τη σημ. τού β συνθετικού βλ. λ. κατή γορος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”